ἐπισκιάσαν

ἐπισκιάσαν
ἐπισκιάζω
throw a shade upon
aor part act neut nom/voc/acc sg
ἐπισκιάζω
throw a shade upon
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκλέκτορας — Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… …   Dictionary of Greek

  • Κραννών — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στα ΝΔ της Λάρισας. Σύμφωνα με τις άμεσες και έμμεσες πληροφορίες των ιστορικών και των περιηγητών, εικάζεται ότι ήταν η σπουδαιότερη πόλη σε πλούτο και δύναμη ύστερα από τη Λάρισα, στην περιοχή της Πελασγιώτιδας.… …   Dictionary of Greek

  • Παντερέφσκι, Iγκνάτσι Γιαν — (Paderewski Ignacy Jan, Κουριλόφκα, Ποντόλια 1860 – Νέα Υόρκη 1941). Πολωνός πιανίστας, συνθέτης και πολιτικός. Τελοιοποίησε τις σπουδές του στο Ωδείο της Βαρσοβίας, του οποίου το 1909 ανέλαβε τη διεύθυνση, ενώ ήδη από το 1878 ήταν καθηγητής του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”